σταυλοφύλακας

σταυλοφύλακας
ο, Ν
βλ. σταβλοφύλακας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σταβλοφύλακας — και σταυλοφύλακας, ο, Ν στρ. φύλακας στάβλου, υπεύθυνος για την καθαριότητα κατά τη διάρκεια τής υπηρεσίας του. [ΕΤΥΜΟΛ. < στάβλος + φύλακας] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”